μηνοειδής

μηνοειδής
-ές (Α μηνοειδής, -ές)
αυτός που έχει σχήμα ημισελήνου, ο δρεπανοειδής («μηνοειδὲς ποιήσαντες τών νεῶν», Ηρόδ.)
νεοελλ.
φρ. α) «μηνοειδές οστό» — οστό τής μεσότητας του πρώτου στοίχου τών οστών τού καρπού με ημισεληνοειδές σχήμα
β) «μηνοειδείς βαλβίδες»
ανατ. οι ημισεληνοειδείς γλωχίνες τών βαλβίδων που βρίσκονται στην αρχή τής αορτής και τής πνευμονικής αρτηρίας και εμποδίζουν την παλινδρόμηση τού αίματος στην καρδιά κατά τη διαστολή της
γ) «μηνοειδής λίμνη»
(γεωμορφ.) μικρή λίμνη που καταλαμβάνει την καμπύλη ενός αποκομμένου μαιάνδρου σε μια ποτάμια κοίτη.
επίρρ...
μηνοειδώς (Α)
με μηνοειδή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήν, μηνός «μήνας» + -ειδής*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μηνοειδής — crescent shaped masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηνοειδής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που έχει σχήμα μισοφέγγαρου: Έφτιαξε ένα μηνοειδές γλυπτό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μηνοειδῆ — μηνοειδής crescent shaped neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) μηνοειδής crescent shaped masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) μηνοειδής crescent shaped masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηνοειδεῖ — μηνοειδής crescent shaped masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) μηνοειδής crescent shaped masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηνοειδεῖς — μηνοειδής crescent shaped masc/fem acc pl μηνοειδής crescent shaped masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηνοειδέα — μηνοειδής crescent shaped neut nom/voc/acc pl (epic ionic) μηνοειδής crescent shaped masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηνοειδές — μηνοειδής crescent shaped masc/fem voc sg μηνοειδής crescent shaped neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηνοειδοῦς — μηνοειδής crescent shaped masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηνοειδέσι — μηνοειδής crescent shaped masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηνοειδέσιν — μηνοειδής crescent shaped masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”